- παιδιακίσιος, -ια, -ιο
- αυτός που είναι ή γίνεται σαν παιδί, ο παιδιάστικος: Παιδιακίσια καμώματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παιδιακίστικος — η, ο βλ. παιδιακίσιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)